εικονίδιο νόμου

Απ. 9/2009 του Αρείου Πάγου σχετική με την πατρότητα

αφορά το άρθρο "Προσβολή της πατρότητας"

Απόσπασμα απόφασης:

Τεκμήριο πατρότητας τέκνου έγγαμης γυναίκας και αναγνώρισή του από τρίτον πριν από την ανατροπή του τεκμηρίου .

Συγγένεια του βιολογικού πατέρα με το τέκνο του, που γεννήθηκε κατά την διάρκεια του γάμου της μητέρας του.

Η συγγένεια του βιολογικού πατέρα με το τέκνο του, που γεννήθηκε κατά την διάρκεια του γάμου της μητέρας του και τεκμαίρεται ότι έχει πατέρα τον σύζυγο αυτής, δεν μπορεί να πιστοποιηθεί και ιδρυθεί με εκούσια αναγνώριση, πριν από την αμετάκλητη ανατροπή του τεκμηρίου καταγωγής από τον γάμο (Παραπομπή στην Ολομέλεια με την ΑΠ 510/08).

Μπορείτε να δείτε τη σχετική απόφαση και στη δικτυακή πύλη του Αρείου Πάγου, επιλέγοντας το "Αποφάσεις" από το αριστερό μενού και πληκτολογώντας τον αριθμό απόφασης (9) και το έτος (2009).

Ή να διαβάσετε ολόκληρη την απόφαση, παρακάτω:

 

Απόφαση 9 / 2009    (ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Περίληψη: Συγγένεια του βιολογικού πατέρα με το τέκνο του, που γεννήθηκε κατά την διάρκεια του γάμου της μητέρας του.

Αριθμός 9/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΕ ΤΑΚΤΙΚΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές της Β' Σύνθεσης: Βασίλειο Νικόπουλο, Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, Γεώργιο Καλαμίδα, Κωνσταντίνο Κούκλη, Γρηγόριο Μάμαλη, Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπροέδρους, Ελισάβετ Μουγάκου-Μπρίλλη, Χρήστο Αλεξόπουλο, Χαράλαμπο Ζώη, Αναστάσιο Λιανό, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή, Αθανάσιο Πολυζωγόπουλο - Εισηγητή, Δήμητρα Παπαντωνοπούλου, Νικόλαο Λεοντή, Ελευθέριο Μάλλιο, Γεωργία Λαλούση, Γρηγόριο Κουτσόπουλο, Σπυρίδωνα Μιτσιάλη, Παναγιώτη Κομνηνάκη, Παναγιώτη Ρουμπή, Ανδρέα Δουλγεράκη, Κωνσταντίνο Φράγκο και Νικόλαο Πάσσο, Αρεοπαγίτες, (κωλυομένων των λοιπών Δικαστών της Σύνθεσης).
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του στις 18 Δεκεμβρίου 2008, με την παρουσία του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σανιδά και της Γραμματέως Σουλτάνας Κουφιάδου, για να δικάσει μεταξύ:

 

Του αναιρεσείοντος- καλούντος: Χ, κατοίκου ..., τον οποίο εκπροσώπησε η πληρεξούσια δικηγόρος του Αικατερίνη Καφτάνη.
Της αναιρεσιβλήτου-καθής η κλήση : Ψ, κατοίκου ..., ατομικά και ως ασκούσα την γονική μέριμνα του ανηλίκου τέκνου Ω, η οποία δεν εμφανίσθηκε ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.

 

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 09.03.2001 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος-καλούντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1605/2002 οριστική του ίδιου δικαστηρίου και 6382/2004 μη οριστική και 2601/2006 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας αποφάσεως ζήτησε ο αναιρεσείων με την από 21.09.2006 αίτησή του.

Στη συνέχεια εκδόθηκε η 510/2008 απόφαση του Α1' Πολιτικού Τμήματος, η οποία παρέπεμψε στην Τακτική Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου τους πρώτο και δεύτερο λόγους της 1279/25.09.2006 αιτήσεως για αναίρεση της 2601/2006 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών, κατά την αναιρετική του αιτίαση του άρθρου 559 αρ. 1 Κ.Πολ.Δ.

Μετά την πιο πάνω απόφαση του Α1' Πολιτικού Τμήματος και την από 07.05.2008 κλήση του αναιρεσείοντος - καλούντος η προκείμενη υπόθεση φέρεται στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η πληρεξούσια δικηγόρος του αναιρεσείοντος ανέπτυξε προφορικά τους σχετικούς ισχυρισμούς του και ζήτησε την παραδοχή των παραπεμφθέντων λόγων της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

 

Ο Εισαγγελέας, αφού έλαβε τον λόγο από τον Πρόεδρο, πρότεινε ότι οι από το άρθρο 559 αρ. 1 Κ.Πολ.Δ. πρώτος και δεύτερος λόγος αναιρέσεως που παραπέμφθηκαν στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου αυτού είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν.

Κατόπιν αυτών, ο Πρόεδρος έδωσε εκ νέου το λόγο στην προαναφερόμενη πληρεξούσια δικηγόρο, η οποία αναφέρθηκε σε όσα προηγουμένως είχε αναπτύξει.

Κατά την 19η Φεβρουαρίου 2009, ημέρα που συγκροτήθηκε το παρόν δικαστήριο προκειμένου να διασκεφθεί την ανωτέρω υπόθεση ήταν παρόντες όλοι οι προαναφερόμενοι Αρεοπαγίτες, παρισταμένων πλέον των δεκαπέντε (15) μελών εκ των συμμετασχόντων στη συζήτηση της υπόθεσης, κατ' άρθρο 23 παρ. 2 του ν. 1756/1988, όπως ισχύει μετά την τροποποίηση με το άρθρο 44 του ν. 3659/2008.

 

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Με την από 7-5-2008 κλήση του αναιρεσείοντος Χ εισάγονται στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου οι από το άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ πρώτος και δεύτερος λόγοι της από 21-9-2006 αιτήσεώς του για αναίρεση της 2601/2006 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών, οι οποίοι παραπέμφθηκαν σ'αυτή με την 510/2008 απόφαση του Α1 τμήματος του Αρείου Πάγου, διότι κρίθηκε ότι με τους ως άνω λόγους δημιουργείται ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος (άρθρο 563 παρ. 2 εδ. β' ΚΠολΔ). Το ζήτημα που δημιουργείται είναι: Αν κατά τους ορισμούς και την έννοια της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για το νομικό καθεστώς των τέκνων χωρίς γάμο των γονέων τους και του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ η ευγένεια του βιολογικού πατέρα με το τέκνο του, που γεννήθηκε κατά τη διάρκεια του γάμου της μητέρας του και τεκμαίρεται ότι έχει πατέρα τον σύζυγο αυτής και στην περίπτωση που δεν είναι πραγματικό, φυσικό τέκνο αυτού, μπορεί να πιστοποιηθεί και ιδρυθεί με εκούσια αναγνώριση, πριν από την αμετάκλητη ανατροπή του τεκμηρίου καταγωγής από τον γάμο, η δε εκούσια αναγνώριση πατρότητας και οι επαγόμενες δι' αυτής έννομες συνέπειες δεν μπορούν να προσβληθούν παρά μόνο στην περίπτωση κατά την οποία το πρόσωπο το οποίο αναγνώρισε το τέκνο δεν είναι ο φυσικός αυτού πατέρας.

ΙΙ. Από τις υπ' αριθ. ... και ... εκθέσεις επιδόσεως της δικαστικής Επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών ... αποδεικνύεται ότι, ακριβές αντίγραφο της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως καθώς και της από 7-5-2008 κλήσεως με πράξη ορισμού δικασίμου για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης, επιδόθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα στην αναιρεσίβλητη ατομικά αλλά και ως ασκούσα τη γονική μέριμνα στην ανήλικη θυγατέρα της Ω. Όμως, αυτή δεν εμφανίστηκε στο ακροατήριο κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από τη σειρά του οικείου πινακίου με πληρεξούσιο δικηγόρο, ούτε κατέθεσε δήλωση μη παραστάσεως κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Συνεπώς, η συζήτηση πρέπει να προχωρήσει σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι (άρθρο 576 παρ. 2 ΚΠολΔ).

ΙΙΙ. Κατά την ιδιωτικού διεθνούς δικαίου διάταξη του άρθρου 17 ΑΚ, η ιδιότητα τέκνου ως γεννημένου σε γάμο κρίνεται κατά το δίκαιο, που διέπει τις προσωπικές σχέσεις της μητέρας και του συζύγου της κατά το χρόνο γεννήσεως του τέκνου ή αν ο γάμος τους έχει λυθεί πριν από τη γέννηση, κατά το χρόνο λύσης του γάμου, με το άρθρο δε 14 του ΑΚ ορίζεται ότι οι προσωπικές σχέσεις των συζύγων ρυθμίζονται κατά σειρά: 1. από το δίκαιο της τελευταίας κατά τη διάρκεια του γάμου κοινής ιθαγένειάς τους, εφόσον ο ένας τη διατηρεί, 2. από το δίκαιο της τελευταίας κατά τη διάρκεια του γάμου κοινής συνήθους διαμονής τους και 3. από το δίκαιο με το οποίο οι σύζυγοι συνδέονται στενότερα. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 1465 παρ. 1 ΑΚ, με τον τίτλο τεκμήριο καταγωγής από γάμο, το τέκνο που γεννήθηκε κατά τη διάρκεια του γάμου της μητέρας του ή μέσα σε τριακόσιες ημέρες από τη λύση ή ακύρωσή του τεκμαίρεται ότι έχει, πατέρα τον σύζυγο της μητέρας (τέκνο γεννημένο σε γάμο). Κατά συνέπεια, το τέκνο δεν μπορεί να θεωρηθεί εκτός γάμου και καλύπτεται από το ως άνω τεκμήριο και στην περίπτωση που δεν είναι πραγματικό, φυσικό τέκνο του συζύγου της μητέρας του. Το τεκμήριο αυτό ανατρέπεται κατ' άρθρο 1469 ΑΚ με την προσβολή της πατρότητας, πλην άλλων, από το σύζυγο της μητέρας του ή από τον άνδρα με τον οποίο η μητέρα, βρισκόμενη σε διάσταση με το σύζυγό της, είχε μόνιμη σχέση με σαρκική συνάφεια κατά το κρίσιμο διάστημα της σύλληψης. Μάλιστα, σε περίπτωση προσβολής από τον άνδρα που είχε σαρκική συνάφεια με τη μητέρα, η σχετική δικαστική απόφαση, εφόσον καταστεί αμετάκλητη, επιφέρει αυτοδικαίως δικαστική αναγνώριση του τέκνου από τον άνδρα αυτόν (ΑΚ 1472). Πριν από την αμετάκλητη ανατροπή του τεκμηρίου καταγωγής από γάμο το τέκνο δεν μπορεί να αναγνωρισθεί εκουσίως ή δικαστικώς, η παρά ταύτα δε εκούσια αναγνώρισή του ουδεμία επάγεται έννομη συνέπεια και δεν δημιουργεί δεσμούς συγγένειας μεταξύ του τέκνου και του φυσικού πατέρα, η οποία ως ενδιαφέρουσα άμεσα τη δημόσια τάξη, διαφεύγει της εξουσίας ελεύθερης διαθέσεως. Πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι η ΑΚ 1465 βρίσκεται σε συμφωνία με τη γενικότερη αρχή που εκφράζει το άρθρο 1463 εδ. β' ΑΚ, ότι για τη θεμελίωση της συγγένειας με τον πατέρα απαιτείται ένα νομικό γεγονός και όχι το βιολογικό - πραγματικό γεγονός της καταγωγής του τέκνου από συγκεκριμένο άνδρα. Στη συγκεκριμένη περίπτωση το νομικό γεγονός είναι ο υποστατός γάμος της μητέρας με ορισμένο πρόσωπο. Είναι, ωστόσο, προφανές ότι κατά τη λογική του νόμου, όπως προκύπτει από την κρατούσα ερμηνεία της ΑΚ 1465 και από το θεσμό της προσβολής της πατρότητας, η πραγματική βάση της συγγένειας του τέκνου με ορισμένο άνδρα δεν είναι ο γάμος της μητέρας του τέκνου με τον τελευταίο, αλλά η βιολογική καταγωγή του τέκνου από αυτόν, με την έννοια ότι ο γάμος της μητέρας δεν αρκεί για να συνδέσει οριστικά το τέκνο της με έναν πατέρα. Αν, ωστόσο, για τους προβλεπόμενους στο νόμο λόγους, εκλείψει κάθε δυνατότητα προσβολής της τεκμαιρόμενης πατρότητας του συζύγου, αυτή οριστικοποιείται και το στοιχείο της (έλλειψης) βιολογικής καταγωγής απογυμνώνεται από κάθε σημασία. Κατά συνέπεια, τέκνο γεννημένο χωρίς γάμο είναι το τέκνο που γεννήθηκε από άγαμη μητέρα, καθώς και το τέκνο που γεννήθηκε σε γάμο, αλλά η πατρότητά του έχει προσβληθεί. Το τέκνο που γεννήθηκε χωρίς γάμο έχει συγγένεια με τη μητέρα και τους συγγενείς της (άρθρο 1463 εδ. 1 ΑΚ), όμως δεν συνδέεται νομικά με τον βιολογικό πατέρα και δεν έχει μ' αυτόν καμιά συγγένεια, ακόμη και αν αυτός είναι γνωστός ή βέβαιος. Μπορεί όμως να αναγνωρισθεί από αυτόν, εκούσια ή δικαστικά ή με επιγενόμενο γάμο, οπότε αποκτά δικαιώματα και υποχρεώσεις τέκνου που γεννήθηκε σε γάμο. Το νομικό καθεστώς των τέκνων γεννημένων χωρίς γάμο ρυθμίζεται κατά το ελληνικό δίκαιο από τα άρθρα 1473-1484 του ΑΚ, όπως ισχύουν μετά τον ν. 1329/1983 και από τις διατάξεις της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για το καθεστώς των τέκνων χωρίς γάμο των γονέων τους, που κυρώθηκε με το Ν. 1702/1987 και τέθηκε σε ισχύ με την από 27 Ιουνίου / 1 Ιουλίου 1988 ανακοίνωση του Υπουργείου Εξωτερικών (ΦΕΚ 177 Α') και η οποία κατ' άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, υπερισχύει κάθε άλλης αντίθετης διάταξης του Αστικού Κώδικα. Στην εν λόγω Ευρωπαϊκή Σύμβαση ορίζονται, πλην άλλων, και τα εξής: ... άρθρο 2 "Η συγγένεια με τη μητέρα κάθε τέκνου που γεννιέται χωρίς γάμο των γονέων του βασίζεται μόνο στο γεγονός της γέννησης του τέκνου". άρθρο 3 "Η συγγένεια με τον πατέρα κάθε τέκνου που γεννιέται χωρίς γάμο των γονέων του μπορεί να πιστοποιηθεί ή να ιδρυθεί με εκούσια αναγνώριση ή με δικαστική απόφαση". άρθρ. 4 "Η εκούσια αναγνώριση της πατρότητας δεν μπορεί να προσβληθεί με ανακοπή ή αντιρρήσεις, εφόσον οι διαδικασίες αυτές προβλέπονται από το εσωτερικό δίκαιο, παρά μόνο στην περίπτωση που το πρόσωπο που επιδιώκει να αναγνωρίσει ή που αναγνώρισε το τέκνο δεν είναι ο φυσικός πατέρας" ... άρθρο 7 "1. Όταν η συγγένεια του τέκνου που γεννήθηκε χωρίς γάμο των γονέων του, έχει ιδρυθεί και ως προς τους δύο γονείς, η γονική εξουσία δεν μπορεί να ανατίθεται αυτοδικαίως μόνο στον πατέρα 2. Η γονική εξουσία πρέπει να μπορεί να μεταβιβάζεται. Οι περιπτώσεις μεταβίβασης ρυθμίζονται από το εσωτερικό δίκαιο" ... άρθρο 10 "Ο επιγενόμενος γάμος μεταξύ του πατέρα και της μητέρας του τέκνου που γεννήθηκε χωρίς γάμο των γονέων του παρέχει στο τέκνο αυτό το νομικό καθεστώς του τέκνου που γεννήθηκε σε γάμο". Με τις διατάξεις της ως άνω Ευρωπαϊκής Συμβάσεως, δίδεται προτεραιότητα στον βιολογικό πατέρα και, κυρίως αναβαθμίζεται η θέση των τέκνων που γεννήθηκαν εκτός γάμου, τα οποία εξομοιώνονται με τα γεννημένα σε γάμο τέκνα, χωρίς περαιτέρω διάκριση. Τούτο, άλλωστε, αναφέρεται ρητά στο προοίμιο της ανωτέρω Ευρωπαϊκής Συμβάσεως. Όμως, τέκνο που γεννήθηκε χωρίς γάμο των γονέων του, ως στοιχείο της ρυθμιστέας σχέσεως των ΑΚ 19-22, είναι όποιο δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως "γεννημένο σε γάμο" κατά την έννοια του άρθρου 17 του ΑΚ. Σημειώνεται ότι ο κανόνας ιδ. δ. δ του ΑΚ 17 θέτει ως πρόκριμα το γάμο της μητέρας με το φερόμενο ως σύζυγό της, πρόκριμα που θα κριθεί κατά τα δίκαια του ΑΚ 13. Από τα ανωτέρω προκύπτει σαφώς ότι οι διατάξεις της εν λόγω Ευρωπαϊκής Συμβάσεως δεν αφορούν τέκνα που γεννήθηκαν σε γάμο και καλύπτονται από το τεκμήριο καταγωγής από γάμο. Αυτό επιβάλλεται, άλλωστε, και από την άποψη της ασφάλειας δικαίου, διότι διαφορετικά τέκνο που γεννήθηκε σε γάμο και καλύπτεται από το τεκμήριο καταγωγής από γάμο θα έχει ταυτόχρονα πατέρα τόσο το σύζυγο της μητέρας, όσο και αυτόν που θα προβεί κατά βούληση σε εκούσια ή δικαστική αναγνώρισή του, χωρίς προηγουμένως να έχει προσβάλει την πατρότητα του συζύγου της μητέρας, πράγμα που δεν είναι βεβαίως δυνατόν να ισχύει. Τέλος, με το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ, που κυρώθηκε με το ΝΔ 53/1974, προστατεύεται η ιδιωτική και οικογενειακή ζωή στην έννοια της οποίας εμπίπτουν και οι οικογενειακοί δεσμοί των γονέων με τα τέκνα τους και στην περίπτωση που είναι γεννημένα χωρίς γάμο αυτών. Όμως, το τελευταίο, ήτοι πότε τα τέκνα θεωρούνται γεννημένα χωρίς γάμο και υπό ποίες προϋποθέσεις και όρους είναι δυνατή η εκούσια ή δικαστική αναγνώριση των χωρίς γάμο των γονέων τους γεννηθέντων τέκνων, ρυθμίζεται από το εσωτερικό δίκαιο κάθε χώρας, ζήτημα το οποίο δεν έθιξε η προαναφερθείσα Ευρωπαϊκή Σύμβαση για το νομικό καθεστώς των τέκνων χωρίς γάμο των γονέων τους, κατά δε το ελληνικό δίκαιο (το οποίο ισχύει στην προκειμένη περίπτωση κατά τα άρθρα 14 και 17 του ΑΚ) η εκουσία ή δικαστική αναγνώριση προϋποθέτει ανατροπή του τεκμηρίου καταγωγής από γάμο του τέκνου που γεννήθηκε κατά τη διάρκεια αυτού, ανεξάρτητα από το γεγονός του εάν πράγματι είναι ή όχι βιολογικός πατέρας ο σύζυγος της μητέρας του. Εξάλλου, κατά το άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ ιδρύεται λόγος αναιρέσεως για ευθεία παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, αν αυτός δεν εφαρμοσθεί ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμοσθεί ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένα. Η ευθεία παραβίαση κανόνων ουσιαστικού δικαίου, στους οποίους περιλαμβάνονται τόσο οι κανόνες του ιδιωτικού Διεθνούς Δικαίου όσο και οι κανόνες του Ευρωπαϊκού Δικαίου, έχει ως περιεχόμενο, πλην άλλων, την αιτίαση ότι η αγωγή επί της οποίας έκρινε σε δεύτερο βαθμό το δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη τελεσίδικη απόφαση, απορρίφθηκε ως μη νόμιμη, ενώ θα έπρεπε να γίνει το αντίθετο σύμφωνα με τους συγκεκριμένους κανόνες του ουσιαστικού δικαίου. Στην προκειμένη περίπτωση, με την από 9-3-2001 αγωγή του ο ενάγων και ήδη αναιρεσείων ισχυρίσθηκε ότι με την εναγομένη (αναιρεσίβλητη), η οποία ήταν έγγαμη με τον Α, συνήψε μόνιμη ερωτική σχέση με σαρκική συνάφεια από τον Ιούλιο του έτους 1986 στο ..., την οποία διατήρησε συνεχώς επί δωδεκαετία έως τον Μάρτιο του έτους 1998, χωρίς να τελέσει γάμο με αυτή, αφού ήταν έγγαμη και ο γάμος δεν είχε λυθεί και ότι από την εξώγαμη αυτή σχέση προήλθαν δύο τέκνα, ο Β που γεννήθηκε στο ... την 26-8-1987 και η Ω που γεννήθηκε στην ... την 25-11-1995, την οποία και αναγνώρισε ως δικό του τέκνο με δήλωσή του στο Δημαρχείο της ... . Περαιτέρω, ο ενάγων (αναιρεσείων) ισχυρίστηκε ότι με την εναγομένη και τα ως άνω τέκνα συμβίωσαν μέχρι τον Μάρτιο του έτους 1998, όταν, μετά την επιστροφή τους στην Ελλάδα, αναγκάσθηκε να φύγει από την κατοικία στην οποία συμβίωναν, γιατί η εναγομένη συνήψε σχέση με άλλον άνδρα με τον οποίο ήδη έχει τελέσει γάμο, πλην όμως ο ίδιος συνέχισε να συνδέεται ψυχικά και να έχει επικοινωνία με τα ως άνω τέκνα μέχρι τις αρχές του έτους 2000, οπότε η εναγομένη έπαυσε να του επιτρέπει να έχει οποιαδήποτε επικοινωνία με αυτά, ενώ, εξάλλου, αδιαφορώντας για τις υποχρεώσεις της ως ασκούσα την επιμέλεια των εν λόγω τέκνων, ανέθεσε τη φροντίδα αυτών στη μητέρα της. Γι' αυτό ζήτησε με την αγωγή, κυρίως, να ανατεθεί σ'αυτόν η γονική μέριμνα, άλλως η επιμέλεια των ως άνω τέκνων και, επικουρικά, να ρυθμισθεί το δικαίωμα επικοινωνίας με αυτά. Η ως άνω αγωγή απορρίφθηκε με την 1605/2002 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ως μη νόμιμη, το δε Εφετείο, κρίνοντας ύστερα από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους έφεσης που άσκησε ο αναιρεσείων - ενάγων κατά της πρωτόδικης απορριπτικής απόφασης, δέχθηκε τα εξής: "Με το ιστορικό αυτό και αιτήματα η αγωγή είναι μη νόμιμη, ως προς δε το μεγαλύτερο τέκνο τον Β, που γεννήθηκε στις 26-8-1987, είναι πλέον άνευ αντικειμένου αφού ήδη ενηλικιωθεί με τη συμπλήρωση του 18° έτους της ηλικίας του στις 28-8-2005. Ειδικότερα, από τα αναφερόμενα στην αγωγή και από τα προαποδεικτικώς προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, ήτοι από την υπ' αριθμ. ... ληξιαρχική πράξη γάμου του Ληξιάρχου Αθηνών, την 9460/1997 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, και το από 14-1-1999 διαζευκτήριο της Αρχιεπισκοπής Αθηνών, προκύπτει ότι ο γάμος της εναγόμενης με τον Α που τελέστηκε στην ... στις 27-7-1985 λύθηκε λόγω τετραετούς διαστάσεως με τη παραπάνω απόφαση, η οποία έγινε αμετάκλητη στις 18-12-1998.

Συνεπώς, τα άνω τέκνα της εναγομένης καλύπτονται από το τεκμήριο καταγωγής από γάμο του άρθρου 1465 ΑΚ, με τεκμαιρόμενο πατέρα το σύζυγο της εναγομένης μητέρας τους, κατά τη γέννησή τους Α. Δεν είναι επομένως τέκνα γεννημένα εκτός γάμου, εφόσον δεν έχει ανατραπεί με αγωγή προσβολής πατρότητας το άνω τεκμήριο, από κάποιο από τα νομιμοποιούμενα προς τούτο πρόσωπα, και δεν έχει συνακόλουθα εκδοθεί αμετάκλητη δικαστική απόφαση με την οποία να έχει γίνει δεκτή η αγωγή (βλ. υπ' αριθμ. ..., ... πιστοποιητικά του Γραμματέα του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών περί μη ασκήσεως σχετικής αγωγής). Επομένως, η προηγούμενη από τον ενάγοντα εκούσια αναγνώριση του δεύτερου τέκνου, Ω με σχετική δήλωσή του στο Δημαρχείο ..., ανεξαρτήτως του εάν έχει τηρηθεί ή όχι ο απαιτούμενος κατά το δίκαιο του τόπου που επιχειρήθηκε τύπος, δεν παράγει έννομα αποτελέσματα εφόσον δεν έχει προηγηθεί ανατροπή του τεκμηρίου καταγωγής από γάμο, δεδομένου ότι λόγω της ελληνικής ιθαγένειας της εναγομένης και του συζύγου της, κατά το χρόνο γέννησης των άνω τέκνων της, Α, εφαρμογή έχει κατά τα άρθρα 17 και 14 το Ελληνικό Δίκαιο και όχι το Αγγλικό όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο ενάγων, λόγω της Αγγλικής του ιθαγένειας. Το Ελληνικό Δίκαιο δεν έρχεται σε αντίθεση με τα οριζόμενα από την άνω Ευρωπαϊκή Σύμβαση (ν. 1702/1987) με την οποία ρυθμίζεται το νομικό καθεστώς των τέκνων που γεννήθηκαν χωρίς γάμο των γονέων τους. Επομένως εφόσον δεν θεμελιώνεται νομική, συγγενική σχέση, πατέρα - τέκνου, του ενάγοντος προς τα άνω τέκνα της εναγομένης, η οποία προϋποθέτει ανατροπή του τεκμηρίου καταγωγής τους από γάμο και εν συνεχεία αναγνώριση της πατρότητάς τους, ανεξαρτήτως του εάν αυτός είναι ή όχι ο φυσικός, βιολογικός τους πατέρας, η ένδικη αγωγή του, που έχει ως αντικείμενο την ανάθεση σ' αυτόν της γονικής μέριμνας, ή της επιμέλειας ή τη ρύθμιση του δικαιώματος επικοινωνίας του με αυτά, είναι μη νόμιμη. Ενόψει δε του ότι το δικαίωμα του ενάγοντος εκ του άρθρου 1496 παρ. 5 ΑΚ για άσκηση της αγωγής προσβολής πατρότητας του δευτέρου τέκνου Ω έχει ήδη υποκύψει στην διετή αποσβεστική προθεσμία του άρθρου 1470 παρ. 5 ΑΚ, δεν συντρέχει λόγος εφαρμογής του άρθρου 621 Κ.Πολ.Δ., προκειμένου να ταχθεί προθεσμία προς άσκηση τέτοιας αγωγής, ενώ για το πρώτο τέκνο, Β, το οποίο, όπως, προαναφέρεται, έχει ήθη ενηλικιωθεί δεν τίθεται θέμα πλέον άσκησης γονικής μέριμνας ή επιμέλειας. Πρέπει να σημειωθεί ότι οι άνω χρονικοί περιορισμοί και οι δικονομικές προϋποθέσεις δεν αναιρούν το δικαίωμα του ενάγοντος ούτε εμποδίζουν αυτόν να το ασκήσει μέσα στα πλαίσια που ορίζονται από τις σχετικές διατάξεις, οι οποίες έχουν γνώμονα τη διαφύλαξη του συμφέροντος των ανηλίκων τέκνων. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν έσφαλε που με την εκκαλουμένη απόφαση απέρριψε ως μη νόμιμη την αγωγή του ενάγοντος και τα αντίθετα που υποστηρίζονται με όλους τους λόγους της έφεσης, καθώς και τους πρόσθετους λόγους αυτής, είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Πρέπει συνεπώς να απορριφθούν η έφεση και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής ως ουσιαστικά αβάσιμοι ...". Με την κρίση του αυτή το Εφετείο σωστά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διατάξεις ουσιαστικού δικαίου που προαναφέρθηκαν. Επομένως, οι πρώτος και δεύτερος λόγοι αναιρέσεως από το εδάφιο 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα είναι αβάσιμοι και πρέπει ν' απορριφθούν.

Ένα μέλος του δραστήριου η αρεοπαγίτης Γεωργία Λαλούση είχε την αντίθετη γνώμη υποστηρίζοντας ότι πρέπει να γίνουν δεκτοί οι ως άνω λόγοι αναιρέσεως ως βάσιμοι διότι: κατά το άρθρο 3 του Ν. 1702/1987 με τον οποίο κυρώθηκε η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για το νομικό καθεστώς των τέκνων που γεννήθηκαν χωρίς γάμο των γονέων τους, η συγγένεια κάθε τέκνου που γεννιέται χωρίς γάμο των γονέων του μπορεί να πιστοποιηθεί ή να ιδρυθεί με εκούσια αναγνώριση ή με δικαστική απόφαση. Κατά το επόμενο άρθρο 4 του ίδιου νόμου η εκούσια αναγνώριση της πατρότητας δεν μπορεί να προσβληθεί με ανακοπή ή αντιρρήσεις, εφόσον οι διαδικασίες αυτές προβλέπονται από το εσωτερικό δίκαιο, παρά μόνο στην περίπτωση που το πρόσωπο επιδιώκει να αναγνωρίσει ή που αναγνώρισε το τέκνο δεν είναι ο φυσικός πατέρας. Κατά την έννοια των ρυθμίσεων της ανωτέρω Ευρωπαϊκής Σύμβασης, η οποία έχει υπερνομοθετική ισχύ, η εφαρμογή της καταλαμβάνει τόσο τα παιδιά που γεννιούνται από τις σχέσεις ενός άνδρα και μιας γυναίκας που δεν έχουν τελέσει μεταξύ τους γάμο, ούτε και με κάποιον άλλο, όσο και για τα παιδιά που γεννούνται από τις σχέσεις ενός άνδρα και μιας γυναίκας από τους οποίους ο ένας είναι έγγαμος με κάποιον άλλον. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 8 του ίδιου νόμου 1702/1987 όταν ο πατέρας ή η μητέρα του τέκνου που γεννήθηκε χωρίς γάμο των γονέων του δεν έχει τη γονική εξουσία ή την επιμέλεια του τέκνου, ο γονέας αυτός μπορεί να αποκτήσει το δικαίωμα προσωπικής επικοινωνίας με το τέκνο στις περιπτώσεις όπου αυτό ενδείκνυται. Εξάλλου κατά το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ, που κυρώθηκε με το ΝΔ 53/1974 "παν πρόσωπον δικαιούται εις τον σεβασμόν της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής του, της κατοικίας του και της αλληλογραφίας. Δεν επιτρέπεται να υπάρξη επέμβασις δημοσίας αρχής εν τη ασκήσει του δικαιώματος τούτου, εκτός εάν η επέμβασις αύτη προβλέπεται υπό του νόμου και αποτελεί μέτρον το οποίον, εις μίαν δημοκρατικήν κοινωνίαν, είναι αναγκαίον δια την εθνικήν ασφάλειαν, την δημοσίαν ασφάλειαν, την οικονομικήν ευημερίαν, την προάσπισιν της τάξεως και την πρόληψιν ποινικών παραβάσεων, την προστασίαν της υγείας ή της ηθικής, ή την προστασίαν των δικαιωμάτων και ελευθεριών άλλων". Στην έννοια της οικογενειακής ζωής που προστατεύεται από την ΕΣΔΑ εμπίπτουν και οι δεσμοί των γονέων με τα τέκνα τους και στην περίπτωση που έχουν γεννηθεί χωρίς γάμο. Στην προκείμενη περίπτωση εφόσον ο αναιρεσείων-ενάγων ισχυρίστηκε ότι από ελεύθερη συμβίωση με την αναιρεσίβλητη-εναγομένη, που διήρκεσε από τον Ιούλιο του έτους 1986 έως το Μάρτιο του έτους 1998 απέκτησε δύο τέκνα τον Β, που γεννήθηκε στο ... στις 26-8-1987 και την Ω που γεννήθηκε στην ... στις 25-11-1995, τα οποία έχει αναγνωρίσει ως δικά του, ιδιαίτερα την Ω, η οποία κατά το χρόνο της επιδικίας εξακολουθούσε να είναι ανήλικη, την έχει αναγνωρίσει με δήλωση στο δημαρχείο της ... και ότι η εναγομένη δεν αμφισβήτησε, ούτε αμφισβητεί την πατρότητά του, το Εφετείο με το να δεχθεί ότι δεν ιδρύεται συγγένεια μεταξύ αυτού και των τέκνων που γεννήθηκαν από τις σχέσεις του με την εναγομένη και να απορρίψει στη συνέχεια την έφεσή του κατά της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία είχε απορριφθεί αγωγή του για ανάθεση σ' αυτόν της γονικής μέριμνας, επικουρικά της επιμέλειας, και διαφορετικά να ρυθμιστεί το δικαίωμα επικοινωνίας του με αυτά, εσφαλμένα ερμήνευσε τις ανωτέρω αναφερόμενες διατάξεις ουσιαστικού δικαίου του Ν. 1702/1987, οι οποίες έχουν αυξημένη ισχύ έναντι του εσωτερικού δικαίου, ενόψει και του ότι δεν έχει διατυπωθεί καμία επιφύλαξη για την εφαρμογή του στην Ελλάδα από την Ελληνική Πολιτεία. Η ανωτέρω ερμηνεία όμως έρχεται σε αντίθεση και με το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ, διότι προσβάλλει τους οικογενειακούς δεσμούς που έχουν δημιουργηθεί μεταξύ του αναιρεσείοντος-ενάγοντος και των τέκνων του με την αναγνώριση και την μακρόχρονη συμβίωση και με τους δύο γονείς, προσβολή που δεν ανατρέπεται με την επίκληση του τεκμηρίου πατρότητας κατά το άρθρο 1465 παρ. 1 ΑΚ υπέρ του συζύγου της μητέρας, χωρίς να γίνεται δεκτό από την απόφαση ότι υπήρξε οποιαδήποτε σχέση (τυπική ή ουσιαστική) των τέκνων με τον τεκμαιρόμενο πατέρα, ή ότι συντρέχει, για τη στέρηση του δικαιώματος γονικής μέριμνας, ή επιμέλειας και πολύ περισσότερο της επικοινωνίας από τον ενάγοντα, κάποιος λόγος από τους αναφερόμενους στην παράγραφο 2 του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ, έτσι ώστε ιδρύεται και παραβίαση της τελευταίας σύμβασης. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω κατά τη μειοψηφούσα γνώμη οι πρώτος και δεύτερος λόγος της αναίρεσης με τους οποίους προσάπτονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ για παράβαση των ανωτέρω αναφερόμενων διατάξεων ουσιαστικού δικαίου έπρεπε να γίνουν δεκτοί.

Κατόπιν τούτων, σύμφωνα με τη γνώμη που επικράτησε, εφόσον οι λοιποί λόγοι της αναιρέσεως έχουν ήδη απορριφθεί με την 510/2008 απόφαση του Α1 Πολιτικού Τμήματος, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως. Τα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, η οποία παραστάθηκε κατά τη συζήτηση της υποθέσεως ενώπιον του ως άνω Πολιτικού Τμήματος, πρέπει να επιβληθούν εις βάρος του αναιρεσείοντος, λόγω της ήττας τους (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ).

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 21-9-2006 αίτηση του Χ για αναίρεση της 2601/2006 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών.

Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, την οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες διακόσια (2.200) Ευρώ. 

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 19 Φεβρουαρίου 2009 και δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 19 Μαρτίου 2009.

 

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

 

 

 

babytips logo 220x70

To Babytips.gr είναι η πύλη πληροφοριών των νέων γονιών!

Βρείτε ιδέες για παιχνίδια, για δημιουργικές δραστηριότητες, ενημερωθείτε για την επικαιρότητα, για ιατρικά θέματα, για διατροφή, ανάπτυξη, ταξίδια κ.α.

Σας καλωσορίζουμε!